- ἰατρονίκης
- ἰατρο-νίκης [νῑ], ου, ὁ,A conqueror of physicians, Inscr. in Plin.HN29.9 (epitaph of Thessalus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιατρονίκης — ἰατρονίκης, ὁ (Α) ο νικητής τών άλλων γιατρών, ο διακεκριμένος γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + νικης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, πολυ νίκης] … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek